Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Λέσχη Εφέδρων Ενόπλων Δυνάμεων : Δια βίου πολίτες- οπλίτες.




Τιμή στις ένοπλες Δυνάμεις – Πίστη στην εφεδρεία.

Η Λέσχη Εφέδρων Ενόπλων Δυνάμεων τιμά τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.  Τιμά εκείνους που έπεσαν αλλά  και όλους  εκείνους  τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες  που  υπηρέτησαν με αυταπάρνηση  τα ελληνικά όπλα.

«Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη  κινούντες ,
Δίκαιοι κι ίσιοι σ΄ολες των  τες πράξεις …»

Η απόδοση  της τιμής και  η αίσθηση του χρέους προς τις ένοπλες δυνάμεις δεν είναι προνόμιο των σύγχρονων Ελλήνων. Η ελληνική σκέψη από τα πρώτα της ακόμη   βήματα  συνέλαβε τη σημασία  αυτής της τιμής   και την απέδωσε  στους οπλίτες  της πόλης : Ο δραματουργός Αισχύλος, στο επιτάφιο επίγραμμά του προτίμησε να γράψει για  τη μονοήμερη εμπειρία του  στη μάχη του  Μαραθώνα και όχι για τη συγγραφή της μνημειώδους τριλογίας του , της Ορέστειας.

Το πρώτο που μας διδάσκει η ελληνική σκέψη είναι πως η λαμπρή νίκη κατά των Περσών, που την εποχή εκείνη αναγνωρίζονταν ως  η συντριπτική  υπερδύναμη του αρχαίου κόσμου, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας «αυθόρμητης αντίστασης» αλλά  προϊόν μιας δια βίου προετοιμασίας των ελεύθερων οπλιτών – πολιτών να υπερασπίσουν την  αυτονομία των πόλεων τους , να υπερασπίσουν δηλαδή την ελευθερία τους. Τα έπη του Ομήρου, δηλαδή η πολεμική ποίηση, ήταν για όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο το πρώτο και βασικό  αναγνωστικό που μελετούσαν τα ελληνόπουλα.  Διδάσκονταν γραφή κι ανάγνωση, μελετώντας τα κατορθώματα των επικών ηρώων. Ανδρώνονταν με πρότυπα τους Ομηρικούς ήρωες. Κι όταν ενηλικιώνονταν αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου μόνο όσοι ήταν  ικανοί να φέρουν όπλα.  Η εκκλησία του Δήμου ήταν η σύναξη των οπλιτών – πολιτών  και η λέξη Λαός ήταν συνώνυμη της λέξεως  Στρατός.  Για τον αρχαίο Έλληνα  ήταν αδιανόητη η ιδέα μιας δημοκρατίας άοπλων πολιτών.  Παρόλα αυτά,  η τιμή προς τους  ενόπλους δεν εξαντλούνταν στα πολιτικά δικαιώματα , την ποίηση, το θέατρο και τη ρητορική αλλά αποδίδονταν και  μέσω της θρησκευτικής πίστης: Σχεδόν κάθε ελληνικός ναός έχει τη ζωοφόρο και τα αετώματά του γεμάτα με θεούς φιλοτεχνημένους με την πολεμική στολή του οπλίτη της πόλης. Η αγγειογραφία δοξάζει τις τάξεις της φάλαγγος και οι ταφικές στήλες απεικονίζουν το νεκρό με στρατιωτική πανοπλία.

Η ποιοτική υπεροχή όμως έναντι της υπερδύναμης των Περσών δεν αντλήθηκε μόνο από το ελεύθερο και  πολεμικό φρόνημα της Πόλεως  των οπλιτών – πολιτών, του Λαού- Στρατού. Η στρατιωτική υπεροχή αντλήθηκε από την πολεμική τεχνική που ανέπτυξε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος και που κληροδότησε , μέσω της Ρώμης και του Βυζαντίου,  στην σύγχρονη δύση. Οι αμερικανοί κλασσικιστές VICTOR DANIS HANSON και JOHN HEATH επισημαίνουν οκτώ χαρακτηριστικά που αποτελούν τον πυρήνα της ελληνικής πολεμικής τεχνικής και απορρέουν από την καταγωγή της Δύσης:
1.        Προηγμένη τεχνολογία:   η αξεπέραστη  δηλαδή υπεροχή τόσο των ελληνικών  όπλων όσο και της θωράκισης των οπλιτών.
2.      Ανώτερη πειθαρχία: που εξασφαλίζονταν με την  αποτελεσματική εκπαίδευση και την πρόθυμη αποδοχή της διοίκησης από τους στρατιώτες
3.      Ευφυία στην απόκριση: μια ελληνική διανοητική παράδοση, αδέσμευτη κι αλογόκριτη από κυβέρνηση ή από θρησκεία, που επιδίωκε συνεχή βελτίωση ενώπιον της στρατιωτικής πρόσκλησης.
4.      Ευρεία, κοινή τήρηση στρατιωτικών συνηθειών μεταξύ της πλειονότητας του πληθυσμού :  Η ελληνική πόλις – κράτος εκδήλωνε σταθερά  την προτίμηση για πολίτες στρατιωτικούς και ενθάρρυνε τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των στρατιωτικών αποφάσεων
5.      Επιλογή αποφασιστικής εμπλοκής: η προτίμηση  δηλαδή των Ελλήνων , να αντιμετωπίζεται ο εχθρός κατά μέτωπον και να λύεται η μάχη όσο πιο γρήγορα κι αποφασιστικά γίνεται.
6.      Κυριαρχία του πεζικού : η  ελληνική αντίληψη ότι οι πεζοί με μυική δύναμη, όχι οι ιππείς ούτε καν αυτοί που ρίχνουν  τα βλήματα , κερδίζουν τελικά τον πόλεμο
7.      Συστηματική χρησιμοποίηση κεφαλαίων στη διεξαγωγή του πολέμου: η ικανότητα συλλογής φόρων, επιβολής εισφοράς και δανεισμού χρημάτων για να κατεβαίνουν οι άνδρες στη μάχη και για  υλικά, για μεγάλες χρονικές περιόδους
8.      Ηθική αντίσταση στο μιλιταρισμό::  Η αντίσταση στο μιλιταρισμό εξασφαλίζοταν  με την απανταχού παρουσία λογοτεχικών, θρησκευτικών και καλλιτεχνικών ομάδων πίεσης που απαιτούν δικαιολόγηση και εξήγηση του πολέμου και πολύ συχνά αμφισβητούν, μερικές φορές ακόμη και αναχαιτίζουν, τη μη συνετή χρήση στρατιωτικής δύναμης. Υπάρχει μια αίσθηση διαφωνίας, που αρχίζει με τους Έλληνες, ότι ο πόλεμος δεν είναι η προτιμητέα πορεία αλλά η μεγάλη τραγωδία της ανθρώπινης κατάστασης.

Η ελληνική σκέψη ισορρόπησε πάντοτε τη σκιά με το φως και δεν εξώθησε τίποτα ως την υπερβολή:  Οι Έλληνες απεχθάνονται την ωμή βία. Η Αθηνά – θεά της σοφίας είναι ταυτόχρονα προστάτιδα των τεχνών, αλλά και των πολιορκημένων. Φέρει πάντοτε δόρυ και φορά κράνος. Μονομαχεί με τον Θεό του πολέμου, τον Άρη και τον κατατροπώνει!   Η ωμή βία απορρίπτεται. Απορρίπτεται όμως και ο φόβος.  Οι αρχαίοι Έλληνες  μεταλλάσσουν τον φόβο, μέσα από τους κοινωνικούς παιδευτικούς  μηχανισμούς ,σε κίνητρο κοινωνικής συνοχής, στρατιωτικής οργάνωσης ,   μαχητικού πνεύματος, σε κίνητρο για νίκη.

Να γιατί ο αρχαίος ελληνικός κόσμος βγήκε νικητής από την φοβερή εκείνη σύγκρουση με την περσική υπερδύναμη.

 Ο χρυσός αιώνας της Αθηναϊκής Δημοκρατίας,  η ακμή των  κλασσικών χρόνων δεν θα  υπήρχε ποτέ αν οι Έλληνες αποφάσιζαν να περικόψουν τις τεράστιες πολεμικές δαπάνες της ναυπήγησης του στόλου  τους στις παραμονές των Περσικών πολέμων.
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός  δεν έθρεψε ψευδαισθήσεις και ιδεοληψίες που υπονομεύουν την άμυνα και την ελευθερία της Πόλεως.
 «Ελεύθερον το  εύψυχον – εύδαιμον δε το ελεύθερον.»
Με άλλα λόγια  «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.  Δίχως δε την ελευθερία δεν υπάρχει ευδαιμονία.»

Ο ελληνικός κόσμος γνώρισε την παρακμή και την υποτέλεια όταν απομακρύνθηκε από την κοινωνική οργάνωση της Πόλης – κράτους  και το θεμέλιο της ελευθερίας της : το οπλιτικό- πολιτικό πνεύμα.

Στους χρόνους τους βυζαντινούς ο λαός μας κατόρθωσε να διατηρήσει στην συλλογική του μνήμη  πνεύμα  σεβασμού στους ενόπλους υπερασπιστές του.
 Οι  Ακρίτες,  δηλαδή οι οπλίτες με μικρούς κλήρους  γης, υμνήθηκαν από το λαό  γιατί   υπεράσπισαν  αποτελεσματικά  για περισσότερους από τρείς αιώνες τα σύνορα της βυζαντινής κοινοπολιτείας .  Παράλληλα διατηρήθηκε και η παράδοση του εφεδρικού πνεύματος : Υπερασπίζονται  την Κωνσταντινούπολη εκτός από τον τακτικό στρατό και τα ένοπλα σώματα των πολιτών της : Οι Βένετοι και οι Πράσινοι.
Δεν υπάρχει εκκλησιά που να μην αγιογραφήθηκαν στους τοίχους της  τα παλικάρια της ρωμιοσύνης Ο Αϊ Γιώργης και ο Αί Δημήτρης. Μέγα είναι το πλήθος των ένστολων αγίων της.  Στις επάλξεις, και στις ώρες της μεγάλης αγωνίας,  οι πολιορκημένοι βυζαντινοί  βλέπουν τη Παναγία να τους συμπαραστέκεται. Η  θεά Αθηνά παρέδωσε τα σκήπτρα της προστασία της.

Στους σκοτεινούς  χρόνους της Οθωμανικής σκλαβιάς το Γένος διατηρεί, μέσα από  θρύλους και παραδόσεις, ζωντανή  στη συλλογική μνήμη την στρατιωτική – τεχνολογική υπεροχή των βυζαντινών ενόπλων δυνάμεων και την περήφανη αντίσταση του τελευταίου αυτοκράτορα : Του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που πέφτει μαχόμενος στην Πύλη του Ρωμανού. 
Είναι θαυμάσιο πως αυτή η στρατιωτική παράδοση ενέπνευσε τον μεγάλο στρατηγό του 21’ : Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη . « Μία φοράν , όταν επήραμε το Ναύπλιον, ήλθε  ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι  « Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση» . Εγώ του αποκρίθηκα  ότι: « Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος . εμείς , καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς  μας εσκοτώθη καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δυό φρούρια  ήτο πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε : «Ποια είναι η βασιλική φρουρά του βασιλέως μας, ποια τα φρούρια;» « Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά» . Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.»

Οι Ένοπλες Δυνάμεις από  την σύσταση  του ελληνικού κράτους  επωμίστηκαν την μεγάλη ευθύνη της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας  που κυριάρχησε στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου για 100 περίπου χρόνια. Ως σώμα από το σώμα του ελληνικού έθνους αγωνίστηκαν με απαράμιλλη αυτοθυσία και  μέσα από αγώνες και θυσίες κατόρθωσαν να  μας παραδώσουν μια Ελλάδα που διεκδικεί τη θέση της στο σύγχρονο κόσμο.
Τα τελευταία χρόνια   οι  ελληνικές ένοπλες δυνάμεις  βρίσκονται στο δρόμο μιας μεγάλης προσπάθειας εκσυγχρονισμού που  αποτυπώνεται στο αιτούμενο «Σύγχρονες και ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις σε ένα σύγχρονο κόσμο» 

Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονούμε πως σε κάθε αμυντικό μηχανισμό, σε κάθε εποχή, σε μικρά αλλά και σε μεγάλα  έθνη , η αναγκαία συνθήκη ισχύος εξακολουθεί να είναι το φρόνημα: Δηλαδή η θέληση για αγώνα. Και αυτή η θέληση για άμυνα δεν μπορεί να σφυρηλατηθεί μόνο μέσα στο στρατόπεδο. Ο εικοσάχρονος πρέπει να γαλουχηθεί από  την παιδική του ηλικία μέσα από τους   παιδευτικούς, κοινωνιοποιητικούς και εκπαιδευτικούς μηχανισμούς της κοινωνίας- πολιτείας  που είναι μέλος της.  Με άλλα λόγια η σφυρηλάτηση του ελεύθερου και  μαχητικού φρονήματος είναι ευθύνη όλης  της  κοινωνίας.  Τίθεται  αμείλικτα λοιπόν το ερώτημα:  Η  σύγχρονη  ελληνική κοινωνία σφυρηλατεί στο βαθμό που πρέπει τη θέληση να αμυνθούμε και να επιβιώσουμε ιστορικά ;

«Με τις βαθιές κοινωνικές ανακατατάξεις που έγιναν πρόχειρα, γρήγορα, άναρχα επικάθισε στην κρούστα του Έθνους μια πλειοψηφία νεόπλουτων, άξεστων και ρηχών ανθρώπων, με κυριότερο γνώρισμα το ότι απομακρύνονται γρήγορα από την ποιότητα του προγονικού ελληνικού κυττάρου. Φαινόμενο άκρως ανησυχητικό. Όλοι αυτοί ( σ.σ. οι νεόπλουτοι) που είναι πάρα πολλοί, αποτελούν την «τρύπα του έθνους». Αυτό συμβαίνει σπανιότατα. Δεν μας συνέβη  επί Τουρκοκρατίας, ούτε επί άλλης ξένης κατοχής. Γι’ αυτό αντέξαμε. Τώρα διερωτώμαι ειλικρινώς : Θα αντέξουμε;  και πόσο;

Τις παραπάνω πικρές  διαπιστώσεις και το εναγώνιο  αυτό ερώτημα δεν τα καταθέτει ένας «τυφλός εθνικιστής» ή κάποιος λαϊκιστής πολιτικός.  Τα καταθέτει ο  Μίκης Θεοδωράκης.

Τη συλλογιστική αυτή ενισχύει και ο στοχαστής Χρήστος Γιανναράς: « Μοναδικό περιεχόμενο της βιοτής  μας μοιάζει να είναι η καταναλωτική βουλιμία, αλλά αυτή δεν μπορεί να εμπνεύσει παλλαϊκή άμυνα
Η καθολικευμένη απουσία νοήματος αντανακλάται στην α-νόητη πολιτική μας. Μια πολιτική που δεν υποψιάζεται ότι ο αφελληνισμός της παιδείας από τον διεθνισμό και τη μηδενιστική «ειρηνοφιλία» της «προοδευτικής» διανόησης υπονομεύει το φρόνημα αντίστασης του λαού. ‘Ότι η δυναμική της ιστορικής ταυτότητας και της πολιτιστικής ομοιογένειας είναι το καίριο ανασχετικό των τουρκικών βλέψεων στο Αιγαίο και στη Θράκη. ….. Περίμενε κανείς ότι από το ρίγος της απειλής στο αιγαίο θα προέκυπτε, πριν από κάθε άλλο, μια ριζοσπαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ότι η Ελλάδα θα έσπευδε να ανασυντάξει το καθημαγμένο φρόνημά της ανακρούοντας πρίμα στην εκπαιδευτική πολιτική αφελληνισμού των παιδιών της.»

«Είμαστε  ένας λαός  με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων.»  Γράφει ο μεγάλος νηπτικός του τρόπου μας, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης- και συνεχίζει :
« Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα , μήτε το γύρισμα προς τα πίσω. γυρεύω το νού , την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός.»

Θα μπορέσουμε  λοιπόν  εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες να απαντήσουμε με πειστικό τρόπο στις σύγχρονες προκλήσεις ενός ασταθούς περιβάλλοντος;   Θα προχωρήσουμε στο μέλλον με μπούσουλα την παράδοση της κοινωνικής μας συνοχής, της πολιτισμικής μας ταυτότητας, του υψηλού μας φρονήματος;  Πρόκειται για μια δύσκολη αναμέτρηση με  την χειρότερη εικόνα μας.  Δεν υπάρχει καιρός για απαισιοδοξία. Εμείς  πιστεύουμε στις αστείρευτες δυνάμεις του ελληνισμού. Πιστεύουμε στην πολιτική και στρατιωτική έννοια του πολίτη – οπλίτη.  Πιστεύουμε πως μια  εφεδρεία με φρόνημα  που ξέρει να μάχεται , να επιβιώνει και να μάχεται  ξανά μπορεί να ακολουθήσει   το δρόμο  του χρέους προς την  Πατρίδα.